πέρυσι

πέρυσι
και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α
κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά
νεοελλ.
1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» — όσο περνούν τα χρόνια η κατάσταση χειροτερεύει συνεχώς
2. παροιμ. «πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε» — κάτι που δεν είχε συζητηθεί ή σχολιαστεί τότε που έπρεπε συζητιέται μετά από πολύ καιρό
αρχ.
φρ.
1. «νῡν τε καὶ πέρυσι» — και τώρα και κατά το παρελθόν
2. «ἡ πέρυσι κωμῳδία» — η κωμωδία τού προηγούμενου έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο επίρρ. που ανάγεται σε IE *peruti και συνδέεται με το αρμ. heru «πέρυσι», με το μσν. άνω γερμ. vert και το αρχ. ινδ. parut (χωρίς ληκτικό -ι). Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την ΙΕ ρίζα *per- «περνώ, παρέρχομαι» (πρβλ. πέρα, πείρα, πέρας) — η οποία εμφανίζεται και στο συνώνυμο λιθουαν. per-nai (με διαφορετικό β' συνθετικό)— και β' συνθετικό τη λ. ἔτος*, πιθ. σε τοπική πτώση (πρβλ. άγχι, ήρι). Ο αρχικός τ. πέρυσι(ν) εμφανίζεται μτγν. σε παπύρους με τις μορφές πέρυσυ (με αφομοίωση τού τελικού -ι σε -υ) και πέρισυ (με αντιστροφή τών φωνηέντων, πιθ. κατ' επίδραση τής πρόθεσης περί), ενώ οι τ. πέρσι και πέρσυ έχουν σχηματιστεί με συγκοπή από τους πέρυσι και πέρισυ, αντίστοιχα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πέρυσι — a year ago indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀεὶ τὰ πέρυσι βέλτιον. — См. В мое время …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πέρυσιν — πέρυσι a year ago nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • лони — в прошлом году , арханг., олонецк. (см. Ляпунов, РФВ 76, 253), лонись – то же, лонясь, лонысь, южн. (Преобр.), укр. лони, др. русск. лони, цслав. лани πέρυσι, болг. лани (Младенов 270), сербохорв. ла̑ни, лани, словен. lani, чеш. loni, слвц. lani …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • в мое(наше) время{...} — (было лучше) Ср. ...Le vieillard Toujours plaint le présent et vante le passé. Boileau. Ср. Le temps ne passe pas, c est nous qui passons. Pascal. Ср. Laudator temporis acti. Восхваляющий прошлое. Horat. Ars poet. 173. cp. Od. 3, 6, 46. Ср.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • В мое время — Въ мое (наше) время ... (было лучше). Ср.                                      ....Le vieillard Toujours plaint le présent et vante le passé. Boileau. Ср. Le temps ne passe pas, c’est nous qui passons. Pascal. Ср. Laudator temporis acti. Пер.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”